- εξολκέας
- ο1. εργαλείο με το οποίο τραβιέται κάτι προς τα έξω: Εξολκέας μαιευτήρα.2. χαλύβδινο μέρος του μηχανισμού του κλείστρου των πυροβόλων και πολλών ελαφρών φορητών όπλων (τουφεκιών, οπλοπολυβόλων κτλ.), το οποίο ύστερα από κάθε βολή βγάζει από τη θαλάμη και ρίχνει έξω τους άδειους κάλυκες των βλημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.