εξολκέας

εξολκέας
ο
1. εργαλείο με το οποίο τραβιέται κάτι προς τα έξω: Εξολκέας μαιευτήρα.
2. χαλύβδινο μέρος του μηχανισμού του κλείστρου των πυροβόλων και πολλών ελαφρών φορητών όπλων (τουφεκιών, οπλοπολυβόλων κτλ.), το οποίο ύστερα από κάθε βολή βγάζει από τη θαλάμη και ρίχνει έξω τους άδειους κάλυκες των βλημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξολκέας — ο [εξέλκω] εργαλείο με το οποίο σύρεται κάτι προς τα έξω …   Dictionary of Greek

  • εξωστήρας — ο 1. όργανο με το οποίο αποβάλλεται ή ωθείται κάτι 2. εξολκέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. repoussoir] …   Dictionary of Greek

  • εξαγωγέας — ο 1. αυτός που εξάγει κάτι, και ιδίως προϊόντα ή εμπορεύματα, στο εξωτερικό. 2. εργαλείο με το οποίο εξάγεται κάτι, εξολκέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”